-
1 ὀγμεύω
ὀγμεύω, eine grade Linie, ὄγμος, machen, eine grade Richtung nehmen; φορβῆς χρείᾳ στίβον ὀγμεύει τόνδε πέλας που, Soph. Phil. 163, den Tritt in grader Richtung hinlenken, geradeausgehen, Schol. ἐφεξῆς πορεύεται; bei der Jagd, τὸ πλῆϑος τῶν πεζῶν καὶ τῶν ἱππέων ὤγμευον αὐτῷ, Xen. Cyr. 2, 4, 20, sie gingen in grader Linie vor ihm her, zum Treiben des Wildes.
См. также в других словарях:
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek